TO ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΤΩΝ ΣΑΡΓΑΣΣΩΝ
συνέντευξη στην Κατερίνα Αγγελιδάκη – δημοσιεύτηκε στην Athens Voice.

Το Μεσολόγγι

«Είναι ο τόπος της ταινίας με όλο το ιστορικό βάθος που κουβαλάει, με την πολύ ιδιαίτερη ύπαιθρο, με τους βάλτους, τα νερά και τις αντανακλάσεις τους, τις ερήμους και το αλάτι, τα ζώα που βόσκουν ελεύθερα και κοιτούν άναυδα τι κάνουν οι άνθρωποι σ’ αυτή τη μικρή πόλη. Αυτή η ποιότητα του βλέμματος των ζώων, κατάλαβα εκ των υστέρων, είναι το βλέμμα της ταινίας μου. Έχουμε ένα τοπίο με ψυχολογική, ονειρική ένταση. Με τη σκηνογράφο Jorien Sont μοιραστήκαμε αυτή την τρέλα του ελληνικού white trash, πώς είναι να φτιάξεις ένα τοπίο με σπασμένες καρέκλες, πεταμένες παραλιακές καμπίνες, ξεχαρβαλωμένα ντιβάνια, κάθε λογής παλιατζούρα που δεν έχει πάει στα σκουπίδια αλλά στέκει αμολημένη στη μέση του πουθενά, ένας μικροαστισμός του ’70 και του ’80 με τα ξέφτια του να προβάλλουν εδώ κι εκεί, παντού. Ένα άγριο, βίαιο, παράξενο, ονειρικό θρίλερ ελληνικού βάλτου και art house μαζί, με trash ήρωες, αυτό είναι η ταινία. Και ύστερα είναι τα χέλια, ο πυρήνας και η αρχική ιδέα, εκεί που ξεκινούν όλα. Αυτό το απίστευτο ταξίδι που κάνουν τα χέλια για να αναπαραχθούν, που ξεκινούν το μακρύ ταξίδι τους μέχρι τον Ατλαντικό, μέχρι τη Θάλασσα των Σαργασσών, και για να φτάσουν ως εκεί μεταμορφώνονται, αλλάζουν για να αντέξουν, μεταλλάσσονται».

 

Οι κεντρικές ηρωίδες

«Η ταινία μου έχει μια γερή σπονδυλική στήλη αστυνομικού θρίλερ και είναι επίσης ένα δράμα μικρής κοινότητας. Ένα ολόκληρο σύμπαν ηρώων βρίσκεται εκεί. Η Ελισάβετ, που την υποδύεται η Αγγελική Παπούλια μακριά από τους ρόλους της twisted ενζενί που την έχουμε συνηθίσει, είναι αστυνομικός της αντιτρομοκρατικής με δυσμενή μετάθεση στο Μεσολόγγι, στη μέση του πουθενά, πολύ κάτω από τις δυνατότητες και τις σπουδές της. Στα 10 χρόνια που ζει εκεί έγινε αλκοολική, πικρή, άγρια, ακραία, ευάλωτη, με απόλυτο έλεγχο της σεξουαλικότητάς της, έτοιμη να επιτεθεί σε όλους. Ντυμένη σαν Real housewife του Μεσολογγίου και με ένα παιδί στην εφηβεία παλεύει με τους δαίμονές της αλλά την ίδια στιγμή, μέσα σε όλο αυτό το χιούμορ που έχει αυτός ο χαρακτήρας, δεν χάνει ποτέ το αίσθημα δικαίου. Ένα αίσθημα δικαίου πολύ δικό της, πολύ προσωπικό, αληθινό. Δεν είναι το δίκαιο του συρμού ή το δίκαιο του νόμου, του κράτους, αλλά ένα δικό της πυρηνικό ένστικτο για το τι είναι δίκαιο. Η Ρίτα, που την ενσαρκώνει η συνσεναριογράφος της ταινίας Γιούλα Μπούνταλη, είναι μια μοναχική εργάτρια στα χέλια, μια βουβή, βασανισμένη γυναίκα, με φοβερή σωματική δύναμη αλλά ανίκανη να μιλήσει, χτυπημένη ακόμα κι από την ίδια την οικογένειά της. Αυτές οι δυο γυναίκες θα μοιραστούν έναν ονειροχώρο, και εγώ μαζί τους, και είναι αυτό που κάνει την ταινία ιδιαίτερη και παράξενη».

Στις ταινίες σου χτυπάς τις συμβάσεις, κυρίως τα βάζεις με την οικογένεια. Τη χτυπάς αλύπητα.

Λένε ότι τη χτυπάω, αλλά εγώ νομίζω ότι τη βλέπω. Αυτά βλέπω, αυτά λέω. Οι οικογένειες είναι εκεί, μας έχουν ορίσει με πολύ περισσότερους τρόπους από όσους νομίζουμε, είναι πεδίο ζωντανής έρευνας και σκέψης. Στα οικογενειακά θέματα «χορεύουν» εύκολα τα μεγάλα θέματα, πώς μπορεί κανείς να είναι ελεύθερος ή να μην είναι, πώς η αγάπη μπορεί να γίνει πολύ μαύρη ή γενναιόδωρη, πώς μπορούν πράγματα που υπήρξαν κάποτε παράδεισος να γίνουν κόλαση.

Το θαύμα

«Δεν θα έκανα αυτή την ταινία, αν δεν μπορούσα να εικονοποιήσω τη δική μου εκδοχή για τη Γέννηση και την Ανάσταση. Ήταν ένα από τα όνειρα της ζωής μου και είμαι ευτυχής που η ηρωίδα μου, η Ρίτα, μου έδωσε αυτό το πάτημα μέσα από τα οράματα που έβλεπε και έτσι αυτές οι σκηνές είναι οργανικά δεμένες με το σενάριο. Το θαύμα είναι από μόνο του πολύ προκλητικό. Είναι το υποσυνείδητο κάλεσμα να αλλάξεις τη ζωή σου».

[Sargasso costume board by Marli Aliferi]

 

Ήταν δική σου υπαρξιακή ανάγκη αυτή η βιβλική εικονοποιία ή η πρόκληση ήταν αυτή που σε ιντρίγκαρε;

Δεν ξέρω τι να σου απαντήσω σ’ αυτό. Αν το σινεμά δεν μπορεί να μιλήσει για τις δυνάμεις που επηρεάζουν τη ζωή μας, τις πνευματικές, τις σεξουαλικές, τη φύση, δεν ξέρω γιατί θα έπρεπε να υπάρχει. Το σινεμά είναι καθρέφτης όλων αυτών. Αυτές οι εικόνες που έφτιαξα είναι πολύ ζωντανές στην καρδιά μου. Γιατί οι άνθρωποι στην ταινία μου παλεύουν με τον παράδεισο όπως τον έχουν ζήσει, όπως τους έχει επιτεθεί ξαφνικά, όπως τον έχουν ονειρευτεί, όπως τον έχασαν. Μπορεί στην πραγματικότητα αυτός ο παράδεισος να είναι κάτι στιγμιαίο, καμιά φορά μπορεί να είναι και μερικά δευτερόλεπτα.


Το ταξίδι που κάνουν τα χέλια, μια παραβολή δεν είναι κι αυτό;

Είναι το κέντρο και το ερώτημα της ταινίας. Το ταξίδι για ένα «προς»”. Το θαύμα είναι από μόνο του πολύ προκλητικό. Είναι το υποσυνείδητο κάλεσμα να αλλάξεις τη ζωή σου. Οι ηρωίδες δέχονται κάποια στιγμή το ανεξήγητο κάλεσμα αυτόν τον βούρκο να τον αλλάξουν, να ξανοιχτούν σε κάτι άλλο. Όπως το χέλι μεταμορφώνεται για να ταξιδέψει.

Θεωρείς την ταινία σου προκλητική;

Σίγουρα δεν είμαι πολιτικά ορθός σκηνοθέτης. Όμως, δεν ξέρω ποιο είναι πιο προκλητικό: αυτό που δείχνει η ταινία ή η ατάκα του εισαγγελέα (τον υποδύεται ο Λαέρτης Μαλκότσης) που λέει σε ένα τραπέζι : «Αυτό είναι το καλό με τα μικρά μέρη, ότι όλοι ξέρουν την πραγματική τους θέση». Αυτοί οι άνδρες κάποιας ηλικίας που θεωρούν ότι μπορούν να υποδεικνύουν στον άλλον τη θέση του. Αυτή η κοινωνική δικαιωματικότητα, το entitlement, η βεβαιότητα ότι έχουν απόλυτο δίκιο και η άνεση να το λένε σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Αυτό για μένα είναι αφόρητα προκλητικό, με τους φορείς αυτής της βίαιης ανοησίας έχω τεράστιο πρόβλημα. Αυτοί προσβάλλουν κάθε έννοια μέτρου και ελευθερίας και μας δημιουργούν πολύ συχνά μεγάλο πρόβλημα. Δεν έχω θέμα με ιεραρχίες, έχω όμως μεγάλο θέμα με αυτό τον τόνο, όπως και με το δίκαιο του συρμού.

 

Η σκηνοθεσία

Αυτό που ονειρευόσουνα να κάνεις ως σκηνοθέτης με αυτό που τελικά σου συμβαίνει, όταν κάνεις μια ταινία, είναι κοντά;

Δεν τα πάω καλά με τις φαντασιώσεις, δεν τις καταλαβαίνω και τόσο πολύ. Εγώ αγαπώ το σινεμά σαν πράξη. Σαν τώρα. Το παρόν του βρίσκω συναρπαστικό, αυτό αγαπώ. Όσο έχω τη δυνατότητα θα το κάνω. Στο τέλος αυτό που μένει από όλους μας είναι μερικά αποσπάσματα, σαν θραύσματα. Αυτή είναι η μοίρα των τεχνών.

 

Κι εσύ, σαν την ηρωίδα σου, βρέθηκες στην επαρχία, στη Νίσυρο. Πώς ήταν να μεγαλώνεις σε ένα μικρό νησί;

Με μένα έγινε ανάποδα, έζησα εκεί στο δημοτικό και αυτό με καθόρισε με τον πιο έντονο και ζωογόνο τρόπο. Μου έδωσε το πιο τρελό κομμάτι της καρδιάς μου. Είναι το μέρος που ονειρεύομαι, το δημοτικό είναι τα χρόνια που βλέπουμε στον ύπνο μας.

 

Από πότε ήθελες να γίνεις σκηνοθέτης;

Από μικρός. Πήγαινα στην κινηματογραφική λέσχη στη Νίσυρο, οι γονείς μου έβλεπαν πολλές ταινίες, αλλά εγώ το τερμάτισα, έβλεπα μέχρι και δεκαπέντε βιντεοκασέτες τη βδομάδα. Είμαι η γενιά του βιντεοκλάμπ, εκεί χτίσαμε πολύ την κινηματογραφική μας παιδεία.

 

Γιατί δεν παίζεις στις ταινίες σου;

Δεν μπορώ. Η σκηνοθεσία είναι ήδη μια σωματική κατάσταση, δεν γίνεται και να παίζω. Ίσως άμα ξεκινάς ως ηθοποιός είναι πιο εύκολο. Εγώ σκηνοθέτης ξεκίνησα, σκηνοθέτης είμαι πρωτίστως, παρόλο που σπούδασα υποκριτική και παίζω κατ’ εξαίρεση.

 

Θα μπορούσες να γυρίσεις σενάριο άλλου;

Δεν νομίζω. Γράφουμε τα δικά μας σενάρια με τη Γιούλα Μπούνταλη, με την οποία γνωριζόμαστε πάρα πολλά χρόνια. Ξέρεις κάτι; Για να αποφασίσω να αφιερώσω 4 χρόνια από τη ζωή μου σε μια ταινία-διότι τόσος χρόνος απαιτείται στην καλύτερη περίπτωση- θέλω να έχω στερεώσει γερά το κέντρο της στην καρδιά της ιστορίας, να είμαι σίγουρος για το ερώτημα πριν ριχτώ στην περιπέτεια.

 

Κι όταν τελειώνει αυτή η μακροχρόνια σχέση που είναι κάθε ταινία σου, δεν σε πιάνει θλίψη;

Όχι. Χαίρομαι. Διότι αυτό σημαίνει ότι μια σειρά από αναποδιές που θα μπορούσαν να είχαν συμβεί πολύ εύκολα δεν με πέταξαν έξω. Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, που είναι κινούμενη άμμος, ποτέ δεν ξέρεις αν θα βουλιάξεις.

 

Για να ξαναγυρίσουμε στο «Sargasso», είσαι ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα;

Είμαι πολύ ευχαριστημένος, ναι. Η ιδιοσυγκρασία της ταινίας, ο τόνος της μου είναι ιδιαίτερα αγαπητός. Είναι η ταινία που ευχαριστήθηκα πιο πολύ απ’ όλες γιατί είναι η μόνη που γύρισα στη φύση. Πολύ δύσκολο γύρισμα, μια συμπαραγωγή τεσσάρων χωρών (Ελλάδα, Γερμανία, Ολλανδία, Σουηδία) με το μισό συνεργείο ξένο, με πολλή περιπέτεια και κακουχίες μέσα στη λάσπη, στους βάλτους, στα κουνούπια, στα τσιμπούρια, ένα υπέροχο τσιγγανάτ, ένα τρελό πανηγύρι και μια αίσθηση ελευθερίας που δεν ξανάζησα ποτέ σε γύρισμα.

 

Και τι έχεις να πεις σ’ αυτούς που σε βρίσκουν πολύ πληθωρικό, που θεωρούν ότι μπερδεύεις πολλά μαζί στις ταινίες σου;

Ότι είμαι αγύριστο κεφάλι και δεν δίνω και πολλή σημασία σ’ αυτά. Η κινηματογραφική μου γλώσσα φτιάχνεται στη συνάντηση ειδών, αυτή είναι η φύση μου, έτσι περνάω καλά, εκεί βρίσκω το γλέντι και τη δημιουργικότητα. Είμαι σκηνοθέτης απείθαρχος, ασταθής, ευκίνητος ανάμεσα στα είδη, έτσι μπορώ να πηγαίνω και στη σκιά και στα φωτεινά σημεία, δεν μπορώ να λειτουργήσω αλλιώς.

 

Πιστεύεις ότι έχεις βρει έναν τρόπο να τα δένεις όλα αυτά γύρω σου;

Μπορεί και να έχω βρει, μπορεί και να μην έχω. Αλλά αυτός είμαι. Αυτός είναι ο τρόπος μου να υπάρχω. Σε όλους εμάς που κάνουμε σινεμά αυτοί οι τρόποι είναι η ζωή μας, η μέρα μας, δεν είναι απλώς θέμα έκφρασης αλλά βιορυθμού, το μπαμ του χτύπου της καρδιάς μας.

Copyright © 2024 Syllas Tzoumerkas / Facebook / / Top