Ο Φοβος
Τρεις είναι οι ελληνικές ταινίες του εικοστού αιώνα που αγαπώ παράφορα. Και οι τρεις είναι του εξήντα. Είναι Ο Φόβος του Κώστα Μανουσάκη, Το Τελευταίο Ψέμα και Το Κορίτσι με τα Μαύρα του Κακογιάννη. Μ’ αρέσουν κι άλλες – αλλά αυτές πολύ πιο πολύ από τις άλλες. Γιατί σ’ αυτές τις τρεις είναι που φόρμα και περιεχομένο δένονται με τόσο ηλεκτρισμό, όπου το μελόδραμα έχει ύψος και βάθος και κοινότητα, όπου με ακρίβεια, βία και καμιά αυταπάτη, αναλύονται η φύση και ο τρόπος των εδωπέρα ανθρώπων, όπου με όπλα τις γενναίες ερμηνείες και τη μη αγκυλωμένη από τη στούντιο φόρμα της εποχής κινηματογράφηση, χορεύουν ελεύθερα, άγαρμπα και ανεξέλεγκτα τα μεγάλα θέματα. Και χορεύουν αυτά, όχι η πρόθεση να κολακεύεις τον κάθε ηλίθιο, να σε θαυμάζουν οι γυρολόγοι και τα τσιμπούρια, να στεριώνεις γερά το καπίστρι του αλόγου γύρω απ’ τα μάτια σου μη τυχόν και δεις κάτι έξω από σένα και σε τρομάξει.
Ο Φόβος, η τρίτη, τελευταία και πιο σπουδαία ταινία του Κώστα Μανουσάκη είναι ταυτόχρονα θρίλερ, υπαρξιακό δράμα, ταινία τρόμου, οικογενειακό δράμα, ψυχοσεξουαλική εξτραβαγκάντσα, ηθογραφία, ντοκιμαντέρ και σοφτ-κορ exploitation φιλμ του κάμπου στη γνωστή παράδοση με τους βιασμούς και τα γυναικεία και αντρικά γυμνά μες σε βαρέλια και σε ποτάμια. Επίσης, έχει μάλλον την ωραιότερη πλανοθεσία και το πιο αποτελεσματικό μοντάζ του ελληνικού σινεμά, σίγουρα μια από τις σπουδαιότερες ανδρικές ερμηνείες στην ιστορία του ελληνικού σινεμά (από τον Ανέστη Βλάχο) και την πιο ωραία σεκάνς που έχει γυριστεί ποτέ σε ελληνική ταινία (την τελική).
Επίσημη συμμετοχή στο Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Βερολίνου το ’66, η ταινία (και ο σκηνοθέτης της) έσβησε στο ξέσπασμα κινηματογραφικού κρετινισμού της δικτατορίας και κατά την επέλαση του βαριού ελληνικού αριστερού arthouse της δεκαετίας του εβδομήντα – όταν όλοι φαντάζομαι ήταν εξαιρετικά σοβαροί και απασχολημένοι με άλλα για να ασχολούνται με μια ταινία σαν τον Φόβο. Επανεμφανίστηκε στην ΕΡΤ τη δεκαετία του ογδόντα, και μετά συχνότερα τη δεκαετία του ενενήντα, μάλλον ως ελληνικό σοφτ πορνό στο Star και τα υπόλοιπα ιδιωτικά κανάλια μετά τις έντεκα. Και εκεί ήταν που έχτισε ένα θρύλο. Εκεί για πρώτη φορά μπόλιασε. Γιατί τότε, έβλεπε πια (πολύ) τηλεόραση μια άλλη γενιά του ελληνικού σινεμά.
Σ’ ένα ζοφερά συνηθισμένο υποστατικό σ’ ένα ζοφερά συνηθισμένο χωριό στον κάμπο δίπλα σε μια λίμνη ζουν ένας πατέρας (Αλέξης Δαμιανός), η δεύτερη γυναίκα του (Μαίρη Χρονοπούλου), ο γιος του από προηγούμενο γάμο (Ανέστης Βλάχος) και η μουγκή και αγγελοκρουσμένη ψυχοκόρη-υπηρέτριά τους (η Έλλη Φωτίου). Τους επισκέπτεται η αγαπημένη κόρη που ζει μακριά (Έλενα Ναθαναήλ) και είναι ερωτευμένη με έναν όμορφο νέο (Σπύρος Φωκάς). Παρά τις διάφορες φωτεινότερες πηγές γύρω, ο Φόβος μάς ζητά γρήγορα (ήδη από τους τίτλους) να κάνουμε πολύ παρέα με τον βλάκα, άσχημο, δειλό, περιφρονημένο από το σπίτι του και το χωριό του, ζηλιάρη και συμπλεγματικό γιο – που ο Ανέστης Βλάχος παίζει με τόση έκθεση, ανθρωπιά και γύμνια που δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του. Ο ψευτοπρωταγωνιστικός α λα Τζάνετ Λι στο Ψυχώ ρόλος της Έλλης Φωτίου, γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι δεν θα μας πάει και πολύ μακριά. Γιατί όλα στην ταινία αυτή, ζώα και άνθρωποι, ποτάμια, ξέφωτα και λίμνες, ξένοι, γονείς και αδέλφια είναι εκεί για άλλο λόγο: είναι εκεί μόνο ως στοιχεία της ψυχοσεξουαλικής μετεφηβικής παράκρουσης του κεντρικού ήρωα, φυτιλιασμένης απ’ το πολύ απόδιωγμα και απ’ την περιρρέουσα ακατανόητη απέχθεια προς το πρόσωπό του, από το αλλόκοτα μη συγγενικό της σχέσης του με τις γυναίκες στο σπίτι (ψυχοκόρη, ζεστή μητριά, όμορφη ετεροθαλής αδελφή), από την καταπίεση του ψευτοπουριτανισμού του χωριού του (από μπρος κλπ.), από την απαίσια μετακλιμακτηριακή βαριά μελαγχολία του πατέρα με τη φανέλα και τα σκληρά παπούτσια με το τετράγωνο τακούνι που ως συνήθως δεν αγαπάει ούτε τ’ άντερά του και ο κόσμος κάτι αορίστως του χρωστάει (γέλια, τίποτα δεν του χρωστάει), από την ομοερωτική δύναμη της αγάπης της Ναθαναήλ με τη Φωτίου και των δικών του μεσημεριανών σεξοσυζητήσεων της βαρεμάρας δίπλα στο ποτάμι με τον πιο φιλικό νεότερο κάτοικο του χωριού, από το εύρος του φθόνου και του πόθου στην ίδια την καρδιά του και το σώμα του.
Φυσικά, το θύμα σ’ αυτές τις περιπτώσεις θα είναι ο μόνος πιο αδύναμος που απομένει. Στο μισάωρο περίπου, ο Ανέστης Βλάχος βιάζει και σκοτώνει τη Φωτίου σ’ έναν στάβλο μέσα στη γλυκιά ζέστη από τις χήνες, τις κότες και τα γαϊδούρια. Πολύ γρήγορα το έγκλημα αποκαλύπτεται στην οικογένεια, ο Αλέξης Δαμιανός κάνει το καθήκον του ρίχνοντας ένα γερό βρωμόξυλο στο γιο του και όλη η οικογένεια (πλην της Ναθαναήλ) θα αποφασίσει να κρύψει το έγκλημα πετώντας το πτώμα στη λίμνη. Ακολουθούν σκηνές ιλιγγιώδους αγωνίας κάτω από αργόσυρτα ηλιόλουστα μεσημέρια και δροσερά day for night, σκηνές τρόμου (η υπέροχη σκηνή με κάτι γλιτσερά ανάλατα λιμνόψαρα που πρέπει να τα ξεκοκαλίσει και να τα φάει όλη η οικογένεια σαν να μη συμβαίνει τίποτα), αποκαλύψεις αφόρητου οικογενειακού malaise (οι μοναδικές πειστικές και αληθινές σκηνές συζυγικού διαλόγου του ελληνικού σινεμά της εποχής βρίσκονται εδώ και είναι παιγμένες με τρομερή ρώμη από μια πολύ σπουδαια κινηματογραφική ηθοποιό, τη Μαίρη Χρονοπούλου, και χαρακτηριστική αφασία από τον Αλέξη Δαμιανό) – και όλα όσα κρύβονται, πιέζουν όλο και πιο πολύ όσο ο αναπόφευκτος γάμος της Ναθαναήλ με το αγόρι της που είναι ό,τι δεν είναι ο Ανέστης Βλάχος, τον Σπύρο Φωκά, πλησιάζει.
Αυτό είναι το μαγικό setting του Φόβου.
Τίποτα όμως, όσα υπέροχα, λίγο Χιτσκοκικά, γεμάτα ανοίκεια για την εποχή παρρησία στο λόγο και την εικόνα, κι αν βλέπει ο θεατής, δεν συγκρίνεται με αυτό που η ταινία φυλάει για το τέλος: τη δεκάλεπτη σκηνή του γάμου και της αποκάλυψης, που είναι η ωραιότερη ελληνική σεκάνς που έχει γυριστεί ποτέ. Κάτω από ένα εκρηκτικό παραδοσιακό μουσικό θέμα του Μαρκόπουλου, ο Μανουσάκης στήνει μια αρχικά διπλή και στη συνέχεια τριπλή με την προσθήκη του φωτογράφου στη σκεπή παράλληλη δράση, όπου όλο το χαμογελαστό χωριό και ένας χαρακτηριστικός παλιόγερος ζορίζουν τον Ανέστη Βλάχο να χορέψει στον γάμο της αδελφής του, ενώ πίσω στη λίμνη, κάτι κεφάτα, λαίμαργα παλιόψαρα συνωμοτούν εναντίον του. «Χόρεψε ρε!» λέει ο πατέρας μην και τους πάρουν πρέφα, πικρή η όμορφη νύφη κάτω από το βέλο, ενώ η μητέρα φαίνεται να μην έχει καθόλου καλό προαίσθημα για όλα αυτά. Και ο Ανέστης Βλάχος σηκώνεται και χορεύει. Χορεύει για όλους και εναντίον όλων, ενώ σιγά-σιγά γύρω του όλο το χωριό σηκώνεται να χορέψει κι αυτό. Και εδώ το αντικείμενο του Φόβου του τίτλου παίρνει πραγματικά πρόσωπο. Και το πρόσωπό του δεν είναι άλλο από την ίδια την κοινότητα των ανθρώπων: κακοποιητικών, μισερών, ακούνητων, φθονερών, αμαρτωλών, κρετίνων, έτοιμων να συντρίψουν και να συλλάβουν όποιον de facto και εξαρχής δεν χώρεσε ανάμεσά τους. Μέσα σ’ αυτό ζοφερό στρίμωγμα, στο κέντρο του χωριού και στο κέντρο του χορού, όταν πια τίποτα δεν προλαβαίνει να σωθεί, κάτι σχεδόν σαν αγάπη υπάρχει στην ψυχρότητα της Ναθαναήλ, στην ατέλειωτη θέρμη της Χρονοπούλου που βυθίζεται στην καταστροφή, στο βλακώδες βλέμμα του Δαμιανού που δεν ξέρει τι να πρωτοσυμμαζέψει. Η μουσική γίνεται ambient, και ο φωτογράφος στην ταράτσα δίνει την τελική λύση επιτρέποντας τα στοπ-καρέ του τέλους.
Χάλασε ο γάμος.
Ποτέ η χώρα αυτή και τα μυστικά που κρύβει στις λίμνες και τους βάλτους δεν απεικονίστηκαν τόσο καθαρά όσο σε αυτά τα δέκα λεπτά και σ’ αυτόν τον χορό αυτού του ηθοποιού που δεν είναι ούτε γραφικός ούτε εστέτ ούτε α λα παλικάρ ούτε εξωτικός ούτε τίποτα απ’ όλα αυτά. Είναι απελπισμένος.
Δεν θα μάθουμε ποτέ τι θα έκανε ο Κώστας Μανουσάκης μετά απ’ αυτή την ταινία. Φρόντισαν γι’ αυτό η δικτατορία και η μεταπολίτευση, κάποιοι καλοί κάτοικοι στο χωριό, ίσως και ο ίδιος. Ο φωτογράφος στη σκεπή δεν ξανατράβηξε πλάνο.
O Φόβος (1966), σενάριο-σκηνοθεσία: Κώστας Μανουσάκης, μια παραγωγή του κινηματογραφικού οργανισμού Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης, διεύθυνση φωτογραφίας: Νίκος Γαρδέλης, μοντάζ: Γιώργος Τσαούλης, μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος, ντεκόρ: Πέτρος Καπουράλης, γενική διεύθυνση παραγωγής: Βίων Παπαμιχάλης, ηθοποιοί: Ανέστης Βλάχος, Έλλη Φωτίου, Μαίρη Χρονοπούλου, Έλενα Ναθαναήλ, Σπύρος Φωκάς, Αλέξης Δαμινός, Θόδωρος Κατσαδράμης, Κώστας Γενατάς, Γιώργος Σήφης.
Σύλλας Τζουμέρκας, δημοσιεύτηκε στο Flix.gr για την προβολή της ταινίας στο αφιέρωμα Η Χαμένη Λεωφόρος του Ελληνικού Σινεμά, Ιανουάριος 2017