ΜΕ ΠΟΙΟΝ ΣΥΝΟΜΙΛΩ;
«Αh the lost art of conversation» κλαίει τον μακαρίτη η Λόρι Άντερσον – γιατί στην πραγματικότητα το ερώτημα «αν συνομιλώ» προηγείται. Συνομιλία δεν είναι οι γνώμες, η ανταλλαγή απόψεων, η περιγραφή των καλώς ή κακώς κειμένων, η απέραντη ακυριολεξία του πολιτικού λόγου, οι εξομολογήσεις παθών ημερολογίου. Συνομιλία υπάρχει όταν δύο δυνάμεις, δύο αρχές συγκρούονται με τέτοια ένταση που παύει κανείς να περιμένει μια απάντηση. Γιατί τότε απάντηση μεν δεν υπάρχει, υπάρχει όμως διαδρομή, συνομιλία – γιατί συνομιλώ σημαίνει δοκιμάζω, δηλαδή υποβάλλω σε δοκιμασία και γεύομαι.
Τι γίνεται για παράδειγμα στις Βάκχες; Η διαμάχη, η σύγκρουση είναι ανάμεσα στον Διόνυσο και στον Πενθέα. Η αρχή δηλαδή της ελευθεριότητας, της φύσης, το άναρχο πνεύμα, συγκρούεται με τον πρεσβευτή της αρχής του πολιτισμού, ότι οφείλει δηλαδή κανείς να ελέγχει τον εαυτό του για να ζει με τους άλλους. Ο Διόνυσος ξεγελάει τον Πενθέα, τον σκοτώνει κι όλος ο άσπρος κόσμος των ανθρώπων τινάζεται στον αέρα. Την ίδια στιγμή όμως, στη συνείδηση των θεατών και των ηρώων ο Πενθέας-θύμα καταφέρνει κι αυτός αμείλικτο χτύπημα: με τον θάνατό του σκοτώνει τον καλό Διόνυσο, αποκαλύπτει την ανθρωποφαγία και όλα πια έχουν λουστεί τη σιχασιά του αίματος. Δεν υπάρχει απάντηση εδώ. Υπάρχει μόνο συνομιλία – δηλαδή διαδρομή μέσα από αλήθειες που βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Δεν υπάρχει σωστό και λάθος – εδώ το ίδιο το σωστό και το λάθος είναι που δοκιμάζονται στην πράξη.
Αντίστοιχα, στο σινεμά. Ποιος μπορεί να πει αν η Μπες στο Δαμάζοντας τα κύματα έχει δίκιο ή άδικο; Αν όντως αξίζει να χάσεις τη ζωή σου για να κερδίσεις την αξιοπρέπειά σου, παίζοντας μποξ σε μισοστημένα παιχνίδια, όπως κάνει η ηρωίδα της Χίλαρι Σουόνκ στο Μillion Dollar Βaby; Αν η ενοχή μεταμορφωμένη σε φυσική δύναμη, έναν δαίμονα, έχει πραγματικά όριο στον Εξορκιστή του Φρίντκιν;
Η πραγματική συνομιλία είναι δύσκολη υπόθεση γιατί είναι παιδί του θάρρους και της υπομονής.
Η πραγματική συνομιλία είναι λόγος δημόσιος – δηλαδή λόγος απλός που μιλάει για πράγματα τα οποία καταλαβαίνουν όλοι – όχι όμως λόγος που διεκδικεί (ή διαφημίζει) τη συμφωνία.
Η πραγματική συνομιλία θέλει έναν (τουλάχιστον) που να έχει όρεξη να την κάνει, «έναν με ισχυρή αίσθηση του καθήκοντος» όπως γράφει ο Πίντερ «έναν που να τους έχει όλους γραμμένους». Και συμπληρώνει: «Πρόσεχε, δεν υπάρχει καμία αντίφαση ανάμεσα σε αυτά τα δύο».
Η πραγματική συνομιλία ακολουθείται από σιωπή – είναι το αμάξι μας που τρέχει προς τον τοίχο και πέφτει στον τοίχο, ένας καμικάζι της συνείδησης.
Και ο συνομιλητής είναι το αντίθετο του κόλακα: ο κόλακας χαϊδολογεί την αυταρέσκεια ή την απελπισία σου (ό,τι βρει εύκαιρο). Ο συνομιλητής, αν μιλούσε για αυταρέσκεια ή απελπισία, θα έβαζε την αυταρέσκεια να μαλώσει με ό,τι σκληρά πραγματικό, την απελπισία με τη χαρά να ελπίζεις.
Σύλλας Τζουμέρκας, κείμενο στο 'Βήμα Ιδεών', αφιέρωμα 'Με ποιον συνομιλώ;', επιμέλεια: Γιάννης Ζουμπουλάκης, Μάρτης 2008, περισσότερα στο vimaideon.gr