Vitality1
Το ερώτημα στο σινεμά είναι – και ήταν πάντοτε από την πολύ-πολύ αρχή του – η ζωτικότητα: είτε η ζωτικότητα της ανάμνησης, είτε η ζωτικότητα της καταγραφής, είτε η ζωτικότητα της προφητείας. Αυτό είναι «το λουλούδι που φυτρώνει στα κατσάβραχα», όπως το γράφει ο Πάουντ για την ποίηση – την ποίησή του.
Και φυσικά στο σινεμά, όπως και παντού, «κανείς δεν ξέρει κάθε φορά πού βρίσκεται το ζωντανό, από τι αποτελείται και σε τι συνίσταται». Και πολύ συχνά – αν και εφόσον μας απασχολεί To Kalon – είναι καλύτερο απλά και καθαρά να διαμαρτυρηθούμε εξαρχής πως: «even in my dreams you have denied thyself to me, and sent me only your handmaids».1 (Κι αυτές βέβαια – οι παραδουλεύτρες – απ’ τ’ ολότελα, καλές είναι)
Από κει και πέρα όταν αρχίζουμε και μιλάμε για «κινηματογραφίες» και τα συναφή, για όλο το ανθρωπομάνι δηλαδή, καλό είναι να θυμόμαστε τις εξής δύο περιπτώσεις:
Η πρώτη είναι αυτή της Ντόρις Λέσινγκ που, όταν ήταν πια αναγνωρισμένη συγγραφέας και το έργο της εκδιδόταν κανονικά, διασκέδαζε στέλνοντας διηγήματά της με ψευδώνυμο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα σε εκδοτικούς οίκους. Μετά μάζευε τους φίλους της και γελούσαν διαβάζοντας τις επιστολές με τις οποίες οι εκδοτικοί οίκοι αρνούνταν την έκδοση των εν λόγω διηγημάτων και επιχειρηματολογούσαν για τις αδυναμίες του συγγραφέα. Στη συνέχεια, και αφού αυτά τα διηγήματα είχαν πια εκδοθεί με την υπογραφή της, η Λέσινγκ εκδικούταν τους οίκους ελεεινολογώντας τα αποσπάσματα από τις επιστολές τους στα μυθιστορήματά της.
Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή των τροβαδούρων που εμμονικά τούς αναφέρει ο Πάουντ – πώς μετά από μια συνήθως σύντομη ζωή γεμάτη φτώχεια, περιπλάνηση, αρκετή δόξα και μπόλικη γελοιοποίηση, ερχόταν η ώρα που ένας άρχοντας θύμωνε πραγματικά μαζί τους και τους έπαιρνε το κεφάλι. Χοντρά-χοντρά αυτό συμβαίνει, έτσι έχουν και σήμερα τα πραγματα για όποιον πιάνεται με τέτοια πράγματα. Αλλά είναι ωραία, γιατί κάποιες φορές στο μεταξύ, έχει προλάβει να τραγουδήσει και κάνα-δυο τραγούδια.
Το σινεμά είναι ζωντανό (δηλαδή ζωτικό γι’ αυτόν που το βλέπει κι αυτόν που το φτιάχνει), όταν έχει πλάκα, όταν τα δόντια του είναι όσο πρέπει κοφτερά για τον καθένα (δηλαδή και για τον αδύναμο και για τον δυνατό), όταν παίρνει τις συναντήσεις των ανθρώπων και τις κάνει γιορτή και φρίκη, κακία και καλοσύνη, στόχους και αποτυχία, ένταση και κενό, οικειότητα και ξένισμα: δηλαδή πραγματικότητα.
Και στο ελληνικό σινεμά αυτό έχει γίνει αρκετές φορές παλιότερα, και γίνεται νομίζω πια πολύ συχνά και με πολύ διαφορετικούς τρόπους.
Τα πιο γενικά, νομίζω είναι για να γιορτάζουν διάφοροι διάφορα – σε κάθε περίπτωση όμως, ό,τι κι αν γίνει, ό,τι κι αν ειπωθεί, και οπωσδήποτε για όσο αντέξει το υλικό, η ζωτικότητα θα είναι εκεί στην τελευταία σκηνή του Φόβου όταν ένα ολόκληρο, αμέριμνο και εφιαλτικό – δηλαδή αληθινό – χωριό θα στριμώχνει τον Ανέστη Βλάχο την ώρα που χορεύει γιατί ο πα-Τέρας του του είπε «χόρεψε ρε!» ενώ δεν ήθελε, σε όλο Το Κορίτσι με τα Μαύρα (αφού «ντροπή δεν είναι να αγαπάς, αλλά να φοβάσαι και να λες ψέματα»), ή στο Τελευταίο Ψέμμα στη σκηνή του Δεκαπενταύγουστου και πιο πριν, όταν η Λαμπέτη μπαίνει καλοντυμένη στο λεωφορείο αφού δεν έχει πια λεφτά για ταξί ή όταν ο μπακάλης λέει τη Ζαφειρίου «μαϊμού!» κι εκείνη χαίρεται.
Σύλλας Τζουμέρκας, δημοσιεύτηκε στο Δέντρο, Φεβρουάριος 2013
- Liveliness, energy, spirit, vivacity, exuberance, δηλαδή ζωηρότητα, ζωντάνια, ζωτικότητα, ενέργεια, ευψυχία.
- «Ακόμα και στα όνειρά μου αρνήθηκες σε μένα τον εαυτό σου, και μου στέλνεις μόνο τις παραδουλεύτρες σου»
— Έζρα Πάουντ, Το Καλόν (μτφρ. Ανθή Λεούση)